- ασεβώ
- (AM ἀσεβῶ, -έω) [ασεβής]φέρομαι με ασέβεια προς τον Θεό ή προς ό,τι είναι άξιο σεβασμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασεβώ — ασεβώ, ασέβησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀσεβῶ — ἀσεβέω to be impious pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀσεβέω to be impious pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνασεβώ — έω, Α [ἀσεβῶ] ασεβώ από κοινού με άλλον ή ασεβώ κατά τον ίδιο τρόπο με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
παρασεβώ — έω, Α ασεβώ, γίνομαι ανίερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσεβῶ] … Dictionary of Greek
ασέβημα — ἀσέβημα, το (Α) [ασεβώ] η ασεβής, η ιερόσυλη πράξη («τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ἀσεβήματα») … Dictionary of Greek
ασεβής — ές και άσεβος, η ο (AM ἀσεβής, ές) αυτός που δεν σέβεται τα θεία, ο βέβηλος ή ο ιερόσυλος νεοελλ. 1. αυτός που φέρεται με ασέβεια προς τους άξιους σεβασμού 2. αυτός που εκδηλώνει ασέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασεβής < α στερ. + σεβής < σέβας, ενώ… … Dictionary of Greek
ασεπτώ — ἀσεπτῶ ( έω) (Α) [άσεπτος] ασεβώ … Dictionary of Greek
εναλιταίνω — ἐναλιταίνω (Α) ασεβώ, αμαρτάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
θεοβλαβώ — θεοβλαβῶ, έω (Α) [θεοβλαβής] 1. ασεβώ προς τους θεούς 2. είμαι θεοβλαβής* … Dictionary of Greek
λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ … Dictionary of Greek